πολλουκίτης

πολλουκίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) ένυδρο αργιλοπυριτικό ορυκτό τού καισίου και τού νατρίου που ανήκει στην ομάδα τών ζεολίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pollucite < λατ. Pollux, -ūcis «Πολυδεύκης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυδεύκης — I Bλ. λ. Διόσκουροι. II (Αστρον.). Άστρο του αστερισμού των Διδύμων. Έχει οπτικό αστρικό μέγεθος 1,2 και είναι το λαμπρότερο του αστερισμού. Η λαμπρότητά του είναι 32 φορές μεγαλύτερη της ηλιακής. Απέχει από τον Ήλιο 11 παρσέκ. * * * ο, Ν 1. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”